Θανάσης Πάνου
" η αδηφάγα χαραμάδα "
.......................................
Μερικά έρποντα,
Συμπεριλαμβανομένων και των σκορπιών,
έλκονται από την χαραμάδα
της πόρτας του σπιτιού μου,
ίσκιοι πίσω από θάμνους ,
κάτω από πέτρες , πάνω σε δένδρα,
όντα που καιροφυλακτούν με μόνο στόχο,
στην χαραμάδα της δικής μου πόρτας
να γλιστρήσουν.
Ωστόσο,
κάθε που ανοίγω το παράθυρο
πασχίζω να αφουγκραστώ
ύποπτες κινήσεις μα πάντα
ο ηγέτης βάτραχος αγορεύει,
έχοντας μάλιστα και την πλάτη
γυρισμένη στο δικό μου κόσμο.
Όμως γνωρίζω καλά,
πως είναι η στρατηγική τους,
ένας αντιπερισπασμός, ένα πρόσχημα γαλήνης,
που θα οδηγούσε το άβατο
της υπέρ-ερωτικής μου πόρτας να διασχίσουν.
Κάποτε μάλιστα πλησίασε
σφυρώντας όλο χάρη με ανατολίτικο σκοπό
μια οχιά,
που παραλίγο να με υπνωτίσει.
Την πρόδωσε όμως το αδηφάγο βλέμμα της,
που έλαμψε χορεύοντας στις χαραμάδας το ρυθμό.
Θυμάμαι ολοκάθαρα ότι τότε,
αγρίεψα περισσότερο και με καρφιά
και με στριγκλιές σφράγιζα την πόρτα
αλλά κάποιο καρφί συνάντησε
μέσα στην καρδιά μου την αθωότητα
και αποδέχτηκα έτσι,
την συνάθροιση των αντιπάλων μου.
Με τον καιρό,
η πόρτα γιγαντώθηκε
έγινε πλατυπόδαρο στόμα
με την χαραμάδα να χάσκει ελεύθερα
σαν χρόνια μελανηφόρα νύχτα,
βαμμένη από όλες τις αιμορραγούσες πληγές
των εφηβικών ονείρων.
Το σπίτι είναι πλέον
ένα μικρό κρατίδιο κυκλωμένο
από φλογισμένα έρποντα
που έρχονται από όλες τις κοιλάδες
των εφιαλτών
από τις χαλικιές της νεανικής κοίτης μου
απότοκα από σατανικές ωδίνες.
Με τα χρόνια,
έπαψα να πασχίζω για το μέλλον,
μιας και δεν μπορώ πλέον να εκτελέσω
ούτε τα καθημερινά μου καθήκοντα.
Με τον καιρό,
στα θετά παιδιά μου προστέθηκαν
και φυλές βουνίσιες σκαθαριών
που γύριζαν φαινομενικά άσκοπα
πηδαλιουχούμενα από την λοβοτομή τους
και εκεί έξω,
στις αγριελιές μου βατεύονται ηδονικά
πολλαπλασιαζόμενα, σφυρίζοντας
Πατέρααα!
Πάει καιρός,
που δεν πίνω, δεν καπνίζω,
δεν τρώω ...
Και όταν πεταρίζουν τα βλέφαρά
Ζυμάρια κούρασης και αϋπνίας,
ανοίγουν αμέσως στη σκέψη,
ότι από όλες τις πλευρές
και τις απόκρυφες γωνιές,
μέσα και πάνω από το δέρμα της γης,
χιλιάδες ράτσες, θετά παιδιά,
θα γλίστραγαν κάτω από την πόρτα μου,
θα αφόδευαν, σε ακόλαστους έρωτες
θα επιδίδονταν
και με γλοιώδη αυγά θα γέμιζαν κάθε σπιθαμή
καταλαμβάνοντας όλες τις εσοχές του μυαλού μου.
Βέβαια, υπάρχει και η πιθανότητα
πίσω από την πόρτα μου
να είναι το απόλυτο κενό.
Έχω λοιπόν στην κουζίνα μου
δυο λόφους άμμο θερμή,
μίγμα δικής μου επινοήσεως
που με μια βουτιά
το σώμα μου θα εξαϋλώσω εθελοντικά.
Άλλωστε, δεν πεθαίνουμε,
απλά γινόμαστε πιο δυνατοί
από όσο το σώμα μας αντέχει.
Κουφάρι φαγωμένο αυτό το σώμα
δεν θέλω να το φανταστώ,
να ροκανίζετε
σαν πετσί κατσαρίδας,
αδηφάγα, λαίμαργα,
σε ένα συμπόσιο υδραυλικών
σε σωληνώσεις σκουληκιών
με εσωτερικές στοές
και απερίγραπτες διεξόδους
από τα έρποντα νόθα παιδιά
και από την λιγοψυχία της πόρτας μου.
Οριακά ,
συνήλθα,
πριν ακριβώς ανοίξει
η έσχατη θύρα.
Προσπαθώντας να κρατήσω
την αξιοπρέπεια της λεοντής μου
αποφάσισα την μετακόμιση
σε άλλο σπίτι,
χωρίς πόρτα, χωρίς χαραμάδα.
Φυσικά,
με την σοφία του χθες
έλαβα τα μέτρα μου
και πρώτος, απαράκλητος
και μοναδικός όρος στη διαθήκη μου
είναι,
να παραδοθεί το σώμα μου στη φωτιά
και η τέφρα μου,
την χαραμάδα του σπιτιού μου
να σφραγίσει,
στομώνοντας,
στο γήινο καβούκι μου,
το προπατορικό μας αμάρτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου